ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἔμπληξις
ἐμπληροφορέομαι
ἐμπληρόω
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἔμπλησις
ἐμπλήσκομαι
ἔμπλησμα
ἐμπλήσμιος
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
Ἐμπλόκια
ἐμπλόκιον
ἐμπλόκως
ἔμπλουμος
ἐμπλύνω
ἐμπλώω
ἐμπνείω
ἐμπνευματίζω
ἐμπνευματικός
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευματώδης
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστής
ἐμπνευστικός
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνίγομαι
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμπνύνθη
ἔμπνυτο
ἐμποδέω
ἐμποδιζομένως
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισις
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστέον
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἔμποδος
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποέω
ἔμποθεν
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἔμποιμνον εἷμα·
ἐμποίνιμος
ἐμποίνιος
ἔμποιος
ἔμποκος
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω