ἐμποιητικός, -ή, -όν
que produce, que causa, que provoca c. gen.
ὁ ἄλλοις ἐ. (ἄνθρωπος) τῶν τοιούτων λόγωνel (hombre) que introduce en los demás tales razonamientos (falsos), Arist.Metaph.1025a4, cf. Clem.Al.Strom.1.8.39,
φόβος ἐ. ἐναντίων ἐλπίδωνAndronic.Rhod.572, cf. Hdn.Gr.2.594, Sch.A.Th.270d,
ἡ ἀφαίρεσις τοῦ σ̅ ἐν δευτέροις δασείας ἐστὶν ἐμποιητικήA.D.Pron.78.11, cf. 93.14,
ἡ λαλιὰ κεφαλῆς ... ἔχει τι ... βάρους ἐμποιητικόνAntyll. en Orib.6.7.1, cf. Phlp.in GC 186.7,
στρατιὰ ... ὡς δακρύων τοῖς ἁλοῦσιν ἐμποιητικήCyr.Al.M.70.396A,
δίκηςCyr.Al.Luc.1.30.3, cf. Theol.Ar.8, Const.App.8.29.2, Chrys.M.64.693A
•neutr. subst.
τὸ ἐ. τοῦ πάθουςS.E.M.7.191,
ἐμποιητικὰ πλάδουAët.8.68.