ἐμπόδισμα, -ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat.
ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματαPl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1,
μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαιIust.Nou.99.1, c. gen.
οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμαGal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507,
ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆςIust.Edict.13.27,
ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶνque nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.