ἐμποδιστής, -οῦ, ὁ
que impide u obstaculiza
μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίανque no fueran un obstáculo para recobrar la libertad I.AI 17.267,
ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεόςPall.H.Laus.38.8, cf. Chrys.M.61.757.