ἐμπόδιος, -ον
I
ταχ' ἂν ἐμπόδιον γενόμενον αὐτὸ φήνειεν τὸ ζητούμενονPl.Tht.201a,
ἐμποδίους τύπτοντεςgolpeando a los que se les cruzaban Butas SHell.234.
2 como pred. en or. copulativa o nominal que constituye un obstáculo, impedimento o traba c.dif. constr. adnom.:
a) c. dat.
ἡ ... Βαβυλών οἱ ἦν ἐ.Hdt.1.153, cf. 2.158, 5.90,
τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι;E.Io 862, cf. Ar.Lys.531, X.An.7.8.4, I.AI 4.297, Plu.Sert.19,
δόξαι ἐμπόδιοι μαθήμασινPl.Sph.231e,
τὰς ἀφ' ἑτέρων ἡδονὰς ἐμποδίους ταῖς ἐνεργείαις εἶναιArist.EN 1175b2, cf. Plb.18.41a.1;
b) c. gen. obj. de abstr.
ἡ ... ζήτησις ... ἐ. γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν ...Pl.Lg.832b, cf. IIasos 3.9 (IV/III a.C.), Plu.2.1000a,
μηδ' ἐμπόδιον πνεύσειε νόουque no sople un viento contrario a mi pensamiento Synes.Hymn.1.387;
c) c. prep. y ac.
οἱ πλείους ... περίεργοι καὶ ἐμπόδιοι πρὸς τὸ καλῶς ζῆνArist.EN 1170b27,
ὡς ... πρὸς τὴν ἀρχὴν ἐμπόδιοι (οἱ γνώριμοι)Arist.Pol.1311a18, cf. Thphr.Sens.53 (= Democr.A 135), Hierocl.in CA 11.21, Gr.Nyss.Hom.in Cant.80.12, Procl.in Euc.74.1,
ὄχλον ἀργὸν ... οὐκ ὠφέλιμον ἀλλ' ἐμπόδιον εἰς κατόρθωμαPh.2.379, cf. Plu.Phil.18;
d) c. varias constr. combinadas
ὅπερ οὐδαμῶς ἐστιν ἐμπόδιον οὔτε ἐκείνῃ πρὸς τὸ δρᾶνArist.Mu.399b12, cf. Plb.4.81.4, Ath.221e, Meth.Res.1.29,
τὰ ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἐμπόδια πρὸς τὴν γνῶσινProcl.in Euc.28.6.
II subst. τὸ ἐ. obstáculo, impedimento, traba
a) c. gen. obj. de cosas o abstr.
ὡς μὴ ἐ. εἶναι τὸ ψήφισμα εἰρήνηςTh.1.139,
νόσος σώματός ἐστιν ἐ.Epict.Ench.9, cf. Ptol.Tetr.3.13.12, Secund.Sent.10, Vett.Val.70.29,
προκοπῆς ἐ. dicho de la ἄνοιαBio Bor.19, cf. D.S.18.25, A.D.Adu.157.24, Vett.Val.277.13, Chrys.Iob 3.5.25
•tb. c. gen. subjet.
ὅταν ἀφαιρεθῇ τὸ ἐ. τῶν ἐκ τῆς αἰσθήσεωςcuando se elimina el obstáculo que supone lo que procede de la percepción Hero Def.136.2, cf. Meth.Symp.126;
b) c. inf.
μὴ ... ἐ. γένηται θέσθαι τὸν πόλεμονTh.1.31,
τί ... τὸ ἐ. καὶ τῷ ἆρα συνδέσμω τὸ αὐτὸ παρακολουθῆσαι;A.D.Coni.226.14;
c) c. dat.
τὸ ... σῶμα αὐτοῖς ... ἐ. ἐστινIust.Phil.Dial.4.4, cf. Basil.M.29.304A,
μὴ ἐ. γένηται τῇ γεωργίᾳPOxy.1764.14 (III d.C.);
d) c. πρός y ac.
ἐ. ... εἶναι ... πρὸς τὰς στρατείαςlos pechos para las amazonas, D.S.3.53,
μέγα ἐ. πρὸς τὸ σῴζεσθαιPh.1.376,
πρὸς ἀρετήνDidym.Gen.209.17;
e) c. ἐκ y gen. o varias constr. combinadas
οὐδὲν ἐκ τῆς Ἥρας ἀπήντησεν ἐ.Paus.3.15.9,
ἐμπόδιά τε ψυχῆς πρὸς τὴν αὐτῆς ἐνέργειανPlot.1.8.4,
ἵνα μηδέν τί ποτε ἐ. γένηται ἡμῖν πρὸς αὐτόνA.Thom.A 29;
f) sin rég.
κώλυμα καὶ ἐ.D.H.7.13, Hld.7.14.1, cf. Luc.Anach.27, Paus.4.9.6,
οὐδενὸς ἐμποδίου ὄντοςsi nada lo impide A.D.Pron.87.14, cf. Hld.10.21.3,
ἵνα μη[δ]ὲν ἐ. ἦνPOxy.63.18 (II/III d.C.), cf. 1764.14 (III d.C.);
g) jur., en pap. impedimento, limitación, restricción
πρ]ὸς τὸ μηδὲν ἐ. γενέσθαι τοῖς ἀνήκο[υσιPOxy.1104.15 (IV d.C.), cf. PHamb.16.23, PMich.627.16 (ambos III d.C.).