ἐμπληξία, -ας, ἡ
1 aturdimiento, precipitación incontrolada e irracional
τοῦ ΔημοσθένουςAeschin.3.214, cf. 2.164,
ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην)en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza Plu.2.56c,
ἡ ἀλόγιστος ἐ. op. λογισμόςD.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.
2 tontería, estupidez
δόξα ἐμπληξίαςAristid.Or.11.26,
ἐ. γὰρ ἡ ἄλογος φιλανθρωπίαApp.Sam.4,
ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι ΜέτελλοςPlu.Cat.Mi.20, cf. Ant.87, Aristid.Or.12.3, Gal.8.691, Herm.Irris.5, Gr.Naz.M.36.160A.