< ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω >
ἔμποδος
,
-ον
que constituye un obstáculo
οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις
Ascl.
Tact
.2.1.