ἔμπληκτος, -ον
I
ἔ. δὲ τῷ τρόπῳ καὶ μανικόςPlu.Rom.28,
ἐπελέληστο γὰρ ... ὑπὸ αὐθαδείας ὁ ἔ.Agath.3.24.5, neutr. plu. subst.
μὴ ... ἔμπληκτα λήρειGal.8.693.
2 impulsivo, caprichoso
τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶνS.Ai.1358, cf. Arist.EE 1240b17,
αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσιE.Tr.1205,
τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. (ἡ φιλοσοφία)Pl.Grg.482a, cf. Ly.214d,
τύραννος ἔ. ἀεὶ ταῖς ἐπιθυμίαιςPlu.Dio 18,
ἔ. ... καὶ ἄνουςGal.1.4,
ψυχῆς ὁρμὴ ἔ.Plot.3.1.1.
3 enloquecido, tocado de demencia por culpa de un veneno
νόημαNic.Al.213.
II adv. -ως
1 impulsivamente
τὸ δ' ἐ. ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθηla violencia insensata se consideró una cualidad viril Th.3.82,
τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινενIsoc.7.30.
2 caprichosamente
ἐ. τε μεταφέρουσι τὸν λόγονGal.1.535.