< ἐμπνευστής
ἐμπνευστός >
ἐμπνευστικός
,
-ή, -όν
mús.
de viento
τούτων (ὀργάνων) δὲ εἴδη τρία, ἐμπνευστικόν, ἁπτικὸν καὶ τὸ συναμφότερον
Sch.D.T.111.25.