< ἐμπνευματίζω
ἐμπνευματοποιέομαι >
ἐμπνευματικός
,
-ή, -όν
medic.
flatulento
plu. subst.
(οἱ) ἐμπνευματικοί
los enfermos de flatulencia
Dsc.1.7.4.