ἐμπνευματωτικός, -ή, -όν
medic. que causa flatulencia
ὁ δὲ νέος (οἶνος) ἐ.Dsc.5.6.1,
δυσδιοίκητα καὶ ἐμπνευματωτικάde alimentos dulces, Aët.9.23.
ὁ δὲ νέος (οἶνος) ἐ.Dsc.5.6.1,
δυσδιοίκητα καὶ ἐμπνευματωτικάde alimentos dulces, Aët.9.23.