< ἐμπληκταδοῦς
ἔμπληκτος >
ἐμπληκτικός
,
-ή, -όν
1
caprichoso
,
voluble
de una mujer
, Hsch.s.u.
ἐμπλήγδην
.
2
adv. -ῶς
caprichosamente
Apollon.
Lex
.67.28.