ἐμποδίζω
• Morfología: [fut. ind. 3a sg. ἐμποδιεῖ Pl.Ly.210b, ἐμποδίσει Gp.2.49.1, en v. pas. 3a plu. ἐμποδισθήσονται Porph.Abst.1.17, en v. med. inf. ἐμποδίσεσθαι Antip.Stoic.3.256.30; perf. inf. ἐνπεποδικέναι IEphesos 4101.19 (II d.C.)]
I tr.
1 aherrojar, poner grilletes, ligar, trabar los pies o patas, c. ac. de pers.
ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιαςHdt.4.69, ref. anim. en defixiones contra competidores en el circo
ἐνποδίσατε αὐτο[ὺ]ς ... [ἵνα μὴ] δυνηθῶσιν τρέχειν μηδὲ ἡνιοχεύ[ι]νSEG 40.921.16 (Cartago III d.C.), c. ac. de la extremidad y dat.
ἐμπόδισον αὐτοῖς τοὺς πόδαςtrábales las patas, TDA 234.17 (Cartago II/III d.C.), en v. pas., c. ac. rel.
τὸ ἱηρεῖον ... ἐμπεποδισμένον τοὺς ... πόδαςHdt.4.60,
ἐμποδίζονται δὲ τὴν γλῶτταν καὶ γίνονται τραυλοίPtol.Tetr.3.13.12, fig.
ᾅ (τᾷ ὀλιγοδρανίᾳ) τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένονla debilidad a la que está ligada la ciega raza de los humanos A.Pr.550.
2 p. ext. impedir, estorbar, obstaculizar, poner impedimentos c. ac. de pers.
τὼ χεῖρε προέχων ἐνεπόδιζον ... τὸν παίονταextendiendo las manos, impedía el golpe del atacante X.Cyr.2.3.10,
τὸ θεῖον ἐνεπόδιζέ μεAr.Au.965, cf. Lys.359,
(τὴν πόλιν) ἐμποδίζοντες νόμοιD.24.94, c. inf.
οὐδεὶς ἡμᾶς ἑκὼν εἶναι ἐμποδιεῖPl.l.c., c. gen.
ἐνεπόδιζον αὐτοὺς τοῦ οἰκοδομεῖνLXX 2Es.4.4, c. constr. prep.
ἐμποδιεῖν αὐτὸν πρὸς πολλὰ τῶν πραγμάτωνIsoc.Ep.4.11,
ἐνεπόδισέν με ἐν τοῖς κατὰ τὴν κατασποράνPCol.209.30 (I d.C.)
•c. ac. de concr. o abstr. obstaculizar, dificultar
τοῦ αἵματος τὴν ἀπόρρυσινHp.Virg.1, cf. I.AI 1.164, Hld.4.7.13, 9.15.4,
ἐμποδίζειν τοὺς τῆς πόλεως καιρούςAeschin.3.94, cf. Arist.Top.161a37, D.C.Epit.7.24.9, 25.8,
ταύτην τὴν διακόσμησινCorn.ND 17,
τροφαὶ πολλαὶ ἁγνείαν ἐμποδίζουσινSext.Sent.108a,
τῆς δὲ φύσεως καὶ τὰ τοιαῦτα ἀπαιτούσης ἐμποδίζειν μὲν ἀδύνατονsi la naturaleza reclama tales esparcimientos es imposible impedirlos Aristid.Quint.60.17, cf. Porph.Sent.27, en v. pas.
ὅταν γάρ τι δέῃ πράττειν ἐμποδίσεσθαι ὑπὸ τοῦ πλήθους αὐτῶνAntip.Stoic.l.c.,
ὑπὸ ... τῆς τῶν ... βαρβάρων ἐπικρατείας ἐμποδισθέντεςPlb.2.39.7,
ὥστε τοὺς ὁδοιποροῦντας μηδὲν ἐμποδίζεσθαι τῆς ... πορείαςD.S.14.28, cf. Plu.Luc.28, Hero Dioptr.300.18(p.300.19), A.D.Pron.73.11,
οἴνῳ γὰρ ἐμποδίζεται τὸ συμφέρονMen.Mon.585,
ἡ τοῦ κάτω καθαίροντος φαρμάκου δύναμις ἐμποδισθήσεταιGal. en Orib.7.23.28,
τῷ λόγῳ ἐμποδιζόμενοιVett.Val.62.28,
ἐμπεποδίσθαι ἐν τοῖς κατὰ τὴν πρακτορείανPTeb.1095.24 (II a.C.), cf. Ptol.Tetr.4.10.12, PHamb.256.19 (III d.C.),
πόσοι δὲ πρὸς θεραπείαν ἐμποδισθήσονται ἀπεχόμενοι τῶν ζῴων;¿cuántos se verán con dificultades para curarse si se abstienen de comer animales? Porph.Abst.1.17, cf. Plot.1.4.5
•c. or. complet. c. μή verse impedido de
ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν ... τὴν πρᾶξιν καὶ ὑπὸ φίλων καὶ ὑπὸ ἐχθρῶνse vería impedido de llevar a cabo la acción tanto por amigos como por enemigos Pl.Smp.183a
•en v. med. mismo sent.
ὁ γὰρ λέγων καὶ τὴν ἀπ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσινMen.Comp.2.96.
3 sent. dud., bien sortear obstáculos en uso cóm fig., c. ac. int., en la frase
κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδαςquizá ref. a un juego de niños en el que intervenían los higos, o bien mascar según algunas interpr., en el sent. se queda con la boca abierta como mascando higos secos, e.e., como un tonto Ar.Eq.755, cf. Hsch.
II intr.
1 poner trabas, ser un obstáculo o impedimento c. dat. compl. indir.
ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαιςArist.EN 1100b29,
οὐ γὰρ ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαιςArist.Pol.1299b8,
ἐμποδιεῖν ταῖς ἐπιβολαῖς αὐτοῦPlb.5.14.11,
ἐμποδίζοντες ταῖς χορηγίαιςPlb.5.111.4, cf. Porph.Ep.Aneb.26,
ἐμποδίζοντες τοῖς ἀρξαμένοις τρέχειν καλῶςOrigenes Cant.3 (p.237.28),
ἥ τε γὰρ τῶν ἐργαλείων χρεία ... ἐμποδίσει τοῖς γεωργοῖςGp.2.49.1, c. constr. prep.
φθοραὶ ... εἰσὶ τῷ παραιρεῖσθαι τὰς τροφὰς καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἐμποδίζεινse producen pérdidas (de plantas) al quitarse el alimento y estorbarse en lo demás Thphr.HP 4.16.5,
ἐμποδίζειν πρὸς τὰς ὕστερον πράξειςArist.Pol.1341a6, cf. PA 683a23,
πρὸς τὴν ὄψινCleom.1.5.79, cf. I.AI 3.155, D.C.37.9.4, sin rég.
μηδενὸς ἐμποδίζοντος τῶν ἐκτόςmientras no constituya un obstáculo algún factor externo Arist.Pol.1288b24,
διὰ δὲ τὸ ἐμποδίζεινpor ser un estorbo D.L.7.14, cf. A.D.Pron.35.13, Plot.4.7.6, Vett.Val.290.10
•part. neutr. subst. τὸ ἐμποδίζον impedimento c. gen.
τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἱέναιPl.Cra.419c.
2 en v. med. tropezarse, fig. equivocarse
αἱ σοφαὶ γνῶμαι ... ἐμποδίζονται θαμάincluso las mentes hábiles a menudo se equivocan S.Ph.432.