ἐμπληρόω
1 tr. llenar, colmar
οἴεσθαι τὰς φανερὰς πηγὰς μόνας τοὺς ποταμοὺς ἐμπληροῦνAlex.Aphr.in Mete.58.19, cf. Vit.Aesop.G 72 (var.), Simp.in Cael.435.5, Sch.rec.Ar.Nu.1023c (p.392).
2 intr., en v. med. cumplirse, realizarse
τὸ τοῦ ψαλμοῦ ἐπὶ τούτου ἐμπληροῦτοChrys.Iob 31.1.