ἐμπόδισις, -εως, ἡ
impedimento, obstáculo
διά τινα ἄλλην τυχικὴν ἐμπόδισινIG 22.1099.29 (II d.C.),
χωρὶς ἐμποδ[ίσεωςdud. en SEG 43.763 (Éfeso I d.C.).
διά τινα ἄλλην τυχικὴν ἐμπόδισινIG 22.1099.29 (II d.C.),
χωρὶς ἐμποδ[ίσεωςdud. en SEG 43.763 (Éfeso I d.C.).