< ἐμποέω
ἐμποιέω >
ἔμποθεν
adv.
en el lugar que sea
en correl. c. ἄλλοθε ‘desde otro lugar’
ἐμὶν δὲ τὺ βουκολιάζευ ἔ., ἄλλοθε δ' αὖτις ὑποκρίνοιτο Μενάλκας
Theoc.9.6 (cód., pero ἐκ τόθεν ed.), cf. Sch.
ad loc
.