ἐμποδισμός, -οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba
ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσινArist.Rh.1378b18,
αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχονlas operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1,
χωρὶς ἐμποδισμοῦsin ninguna traba I.AI 16.173,
ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐ.Arr.Epict.4.4.15,
ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντιDoroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33,
μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσηςsin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj.
ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτωνArist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35,
ἡδονῶν ἐ.Secund.Sent.17, c. gen. subjet.
διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόνpor impedirlo las construcciones Hero Dioptr.27.