ἐμπλημμυρέω
1 c. suj. animado sumergirse, revolcarse en c. dat.
τὸ μὲν κῆτος ... ἐμπλημμυροῦν πηγαῖς αἵματοςPhilostr.Im.1.29.
2 c. suj. de un líquido desbordarse en c. dat.
τὸ μὲν τῶν νηπίων εἶδος οὔπω σαφὲς ἐμπλημμυροῦντος αὐτῷ τοῦ γάλακτοςPhilostr.Im.2.3.