< ἐμπνίγομαι
ἔμπνοια >
ἐμπνοή
,
-ῆς, ἡ
soplo
del viento
γυμνοῦσθαι καὶ ὅπλων καὶ ἐσθῆτος ἀπὸ τῆς ἐμπνοῆς
Str.4.1.7, cf. Gr.Nyss.
Hom.Opif
.p.245.55.