< ἐμποδέω
ἐμποδίζω >
ἐμποδιζομένως
adv. formado sobre el part. pres. pas. de ἐμποδίζω
con trabas
,
con impedimentos
ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι
Pl.
Cra
.415c.