< ἐμποίνιος
ἔμποκος >
ἔμποιος
,
-ον
provisto
,
dotado de cualidades
εἰ ἔ. ἦν ἀνάρχως ἡ ὕλη, τίνος ἔσται ποιητὴς ὁ Θεός;
Meth.
Arbitr
. en Phot.
Bibl
.306a30.