< ἔμπλουμος
ἐμπλώω >
ἐμπλύνω
lavar en
c. dat.
ἐμπλύνοντας ... ταῖς φιάλαις τὸ πρόσωπον τὸ αὑτῶν
Clem.Al.
Paed
.2.2.31.