ἐμπνευματίζω
ἐμπνευματικός
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευματώδης
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστής
ἐμπνευστικός
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνίγομαι
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμπνύνθη
ἔμπνυτο
ἐμποδέω
ἐμποδιζομένως
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισις
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστέον
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἔμποδος
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποέω
ἔμποθεν
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἔμποιμνον εἷμα·
ἐμποίνιμος
ἐμποίνιος
ἔμποιος
ἔμποκος
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολεύω
ἐμπολέω
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
1 ἐμπολίζω
2 ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολίτευσις
ἐμπολιτεύω
ἐμπολιτογραφέω
ἐμπολωρός·
ἐμπομπεύω
ἐμπονεστέρως
ἐμπονέω
Ἐμπονή