ἐμπονέω
• Grafía: ἐνπ- IMaced.186.19 (Oréstide II d.C.)
1 trabajar c. ac.
μηδενὶ ἐξεῖναι ἐπαρχικῷ ἢ ἐνπονεῖν ἢ ἀγοράζειν ἢ κατέχειν δημοσίαν γῆνIMaced.l.c., c. dat.
ὁ γεωργὸς ἐμπονεῖ τῇ γῇMac.Aeg.Serm.B 7.9.2,
μοχθηραῖς μεταλλείαιςConst. en Eus.VC 2.32.1, cf. Soz.HE 1.8.3, abs.
ἀργὸς δὲ ἡ γῆ χηρεύουσα τῶν ἐμπονούντωνAlciphr.2.22.1
•fig.
χρὴ ... ἐμπονεῖν τῇ γῇ τῆς καρδίαςMac.Aeg.Serm.B 7 tít., en v. pas.
ἡ ... ἡμῶν ἐμπονηθεῖσα ψυχήGr.Nyss.Hom.in Cant.113.19.
2 elaborar
τὴν φυσικὴν ... θεωρίανGal.4.760.