ἐμπόλημα, -ματος, τό
1 mercancía
Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατονTrag.Adesp.109,
κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδεProcop.Arc.25.23, cf. Goth.4.17.2
•fig.
κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενόςS.Tr.538.
2 comercio, negocio E.Cyc.137,
τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματοςThphr.Char.6.9,
διαχειρίζειν ἐ.Procop.Aed.1.9.4.