ἐμπομπεύω


I intr.

1 desfilar o salir en procesión τοσούτοις ἐμπομπεύσασα δήμοις saliendo en procesión entre tanta gente Hld.3.7.2, μετὰ τὸν πόλεμον ἐμπομπεύοντες Sopat.Rh.Tract.p.178.19
desfilar solemnemente καθάπερ ἐπὶ σκηνῆς ἐμπομπεύοντα como saliendo a escena con solemnidad Clem.Al.Paed.3.11.73.

2 fig. exhibirse ἐν πολλαῖς τοσαύταις ῥάβδοις ... ἐμπομπεύσαντα exhibiéndose acompañado de muchos lictores D.C.77.5.3 ἐποχοῦνται τοῖς οἰκέταις ἐμπομπεύειν γλιχόμεναι deseosas de exhibirse se hacen transportar por sus servidores Clem.Al.Paed.3.4.27, ὁ ... διάβολος ... εἰς τὰς μὴ χήρας ἐμπομπεύει Const.App.3.12, ἐμπομπεύει σου ἡ αἰσχύνη Chrys.M.64.892C
frec. c. dat. hacer gala de, hacer ostentación de τῇ κιθάρᾳ καὶ ταῖς σφραγῖσιν Luc.Ind.10, cf. Plu.2.527f (var.), τῇ ἐμῇ συμφορᾷ Lib.Decl.12.37, τῇ ἀτιμίᾳ τοῦ πάθους Gr.Nyss.V.Mos.137.16, cf. Basil.M.30.293B, τῷ λόγῳ Procop.Gaz.Ep.18, τοῖς ... κατορθώμασι D.20 argumen.2.11, πανηγυρικῶς ἐμπομπεύειν τοῖς ἐγκωμίοις τῶν μακαρίων Basil.M.31.492A, τῇ νίκῃ Chrys.M.61.303
tb. c. suj. no de pers. (ὁ ἦρος) ἐμπομπεύει τῷ κάλλει Luc.Dom.11, γῆ διαφόροις ἐμπομπεύει τοῖς ἄνθεσιν Procop.Gaz.Decl.5.37.

II tr.

1 exhibir, ofrecer como espectáculo ἀνῆγεν ἐπὶ τὸ βῆμα θεατρίζων τοὺς μακαρίους καὶ ἐμπομπεύων τοῖς ὄχλοις A.Mart.5.47.

2 hacer gala de, proclamar μάτην ἐνεπομπεύσατε ... τὸ «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ» ref. los arrianos, Ath.Al.M.26.321A.