ἐμπολιτογραφέω
inscribir como habitante, como ciudadano fig., en v. pas.
τῇ ἁγίᾳ καὶ οὐρανίῳ (Ἰερουσαλήμ) ἐμπολιτογραφέντεςDidym.in Zach.2.241, cf. in Ps.cat.511, Callinic.Mon.V.Hyp.48.21.
τῇ ἁγίᾳ καὶ οὐρανίῳ (Ἰερουσαλήμ) ἐμπολιτογραφέντεςDidym.in Zach.2.241, cf. in Ps.cat.511, Callinic.Mon.V.Hyp.48.21.