< ἐμπολάω
ἐμπολέμιος >
ἐμπολεμέω
hacer operaciones bélicas en
c. ac.
αὐτοὶ ... τὴν χώραν οὐ παρέχουσιν ἐμπολεμεῖν
And.3.27, cf. Plu.2.252a, D.C.45.10.2.