ἐμπολιτεύω
I intr.
1 residir en, habitar temporalmente en un lugar sin derecho de ciudadanía
πρὸς τοὺς ἐμπολιτεύοντας σφῶν ἐκεῖTh.4.103, cf. 106, IG 5(2).19.4 (Tegea II a.C.),
op. πολίτηςIG 5(2).263.18 (Mantinea III a.C.),
τῶν πολιτᾶν καὶ τῶν ἐμπολιτευόντων ἐν ἈντιγονείᾳIG 5(2).263.18 (Mantinea III a.C.),
παραγενόμενος ε[ἰς] τὰν πόλιν καὶ ἐνπολιτεύσας ἔτη καὶ πλείωIG 5(2).19.4 (Tegea II a.C.).
2 en v. med. establecerse, afincarse, ser o residir como ciudadano
βαρβάρους ἐμπολιτεύεσθαι πολλούςLuc.Herm.24,
οἱ ἐμπολιτευόμενοιlos ciudadanos Plb.5.9.9, Luc.Scyth.9, tb. de anim.
μυῶν πλῆθος ἢ μυγαλῶν ἐμπολιτευόμενον αὐτοῖς (κολοσσοῖς)Luc.Gall.24
•fig. de abstr. instalarse, apoderarse de
πολλὴ ἀφροσύνη ἐνεπολίτευσε τῷ ἔθνειse apoderó del pueblo una gran insensatez I.AI 17.277.
3 usos fig. de la v. med. residir en, tener carta de naturaleza en, existir en
οὐδεμία ταῖς ὁμιλίαις ἐμπολιτεύεται λέξιςHdn.Sol.295,
αἱ ... ἐμπολιτευόμεναι ἡδοναὶ τῇ ῬώμῃPhilostr.VA 5.36, cf. Cels.Phil.4.62, Gr.Nyss.M.46.144C,
ἡ ψυχὴ ... τοῦ Ἰησοῦ ἐμπολιτευομένη τῷ ὅλῳ κόσμῳOrigenes Io.19.22,
παρὰ πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐμπολιτεύεσθαι τὸ προφητικὸν πνεῦμαEus.M.23.513C
•c. ac. int. llevar una existencia, vivir
ποῖαι ψυχαὶ αὖθις τὸν μετὰ σωμάτων τοῦτον βίον ἐμπολιτεύσονταιqué almas llevarán de nuevo una existencia tal junto a los cuerpos Phlp.Aet.78.19.
4 en v. med. ocuparse de asuntos públicos
ζῆν δὲ καὶ ἐμπολιτεύεσθαι τῷ βίῳ δοίῃIul.Or.11.157b, op. la vida rural, Clem.Al.Paed.3.11.58
•c. dat. de pers. tratar de política o de asuntos públicos con en v. med.
ἐμπολιτεύομαί σοιiam dudum Cic.Att.130.7.
II fact. instalar, hacer residir ref. la colonización, en v. pas.
ἀποικίας, αἵτινες ... ἀπολωλέκασιν τοὺς ἐμπολιτευθένταςIsoc.5.5
•fig. dar carta de naturaleza en c. dat.
(Ὅμηρος) ἀκολασίαν ἐμπεπολίτευκεν οὐρανῷHeraclit.All.69.