δίοξος
διόπαι
Διόπαις
Διόπαν
Διοπάτρη
Διοπείθης
Διόπεμπτος
διόπερ
διοπετής
Διοπεύς
διοπεύω
Διόπη
Διοπίτης
Διοπλήθης
†διοπλῆκτα·
διοπλήξ
διοπλίζομαι
διοποβάλσαμον
Διοπολ-
διοπομπέομαι
διοπομπή·
διοπόμπησις
διόπομπος
Διόπομπος
δίοπος
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτευτήριον
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διοπτικός
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρεία
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διόπτρισις
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
*ΔιϜοπύκτᾱς
διοπωπεύς
διοπωπεύω
διορ-
διορατέον
διορατικός
διορατός
διοράω
διοργανίζω
διοργανισμός
διοργανόω
διοργάνωσις
διοργιάζω
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
Διόρδουλοι
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτήρ
διορθωτής