< διορθωτέον
διορθωτήρ >
διορθωτέος
,
-α, -ον
que ha de enderezarse
τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνοντα
Hp.
Mochl
.38.