διοπτρισμός, -οῦ, ὁ


1 medida realizada con la dioptra τὸ τε σχῆμα τοῦ διοπτρισμοῦ, τουτέστιν τὰς κλάσεις τῶν εὐθειῶν ... Hero Dioptr.7.

2 medic. empleo de la dioptra καταλαμβάνεται δὲ διὰ τῆς ὁράσεως ἢ αὐτόθι, ἢ μετὰ διοπτρισμόν Philum. en Aët.16.107, cf. Archig. en Aët.16.91, Sor.119.15.