διοργανίζω


alquim. pasar por el διοργανισμός en v. pas. ἡ τέφρα ἐστὶ τὸ διοργανισθὲν ὕδωρ Zos.Alch.251.9, (ἡ ὑδράργυρος) διοργανιζομένη Syn.Alch.62.12.