διοράω
• Morfología: [aor. inf. διιδεῖν Pl.R.577a; fut. διόψομαι Pl.R.423e; perf. διῶμμαι Thgn.1311]
1 ver a través
ταῦτα διορῶντες ἐφοβοῦντο ὡς ἐνέδραν οὖσανX.An.5.2.30,
οὐ δυνάμεθα τὰ ἐντὸς αὐτῶν ἀκριβῶς διορᾶνArist.Col.794a8, abs. Arist.Pr.905b1, cf. GC 326b11, c. διὰ y gen.
διὰ τῶν ἀραιῶν οὐ διορᾷ ἡ ὄψιςla vista no atraviesa los cuerpos porosos Arist.Pr.939a12, en v. pas.
διὰ μὲν τῆς ὑέλου διορᾶταιArist.Pr.905b6
•fig. Pl.R.577a.
2 ver claramente, darse cuenta
ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ' ἃ τέτραπταιPl.R.519a,
διορᾷ τῷ λογισμῷ τὸ ἁμαρτανόμενονPlu.2.447b, c. περί y gen.
περὶ ἀγαθοῦ διιδεῖνtener una clara percepción del bien Plot.1.8.1
•comprender
ὅσα εἶπες ... διορᾶνX.Oec.6.1,
(λόγος) οὐ ῥᾴδιος διιδεῖνPl.Phd.62b
•perf. conocer, tener el conocimiento
καὶ γάρ σε διῶμμαιThgn.l.c.
3 distinguir c. ac. plu. o varios ac. concertados
διόρα καὶ τοὺς τέχνῃ κολακεύοντας καὶ τοὺς μετ' εὐνοίας θεραπεύονταςIsoc.2.28, cf. Epicur.Fr.[26] 40,
τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπωνIsoc.3.16,
δόξαςEpicur.Fr.[30] 27, en v. pas.
οὔτ' ἠελίοιο διείδεται ὠκέα γυῖαni se distinguen los veloces miembros del Sol Emp.B 27.1
•tb. c. ac. sg.
τὸν δ' ἄχρηστον (λόγον) ... διεῖδεPlu.2.39c.