διόπαι, -ῶν, αἱ


1 pendientes o zarcillos διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς Ar.Fr.332.10, διοπῶν δύο ζεύγ IG 22.1388.76 (IV a.C.), δακτύλιοι καὶ διόπαι καὶ ἐνῴδια ID 104.51 (IV a.C.), cf. Hsch.

2 un tipo de sandalias Hsch.