< δίοξος
Διόπαις >
διόπαι
,
-ῶν, αἱ
1
pendientes
o
zarcillos
διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς
Ar.
Fr
.332.10,
διοπῶν δύο ζεύγ
IG
2
2
.1388.76 (IV a.C.),
δακτύλιοι καὶ διόπαι καὶ ἐνῴδια
ID
104.51 (IV a.C.), cf. Hsch.
2
un tipo de
sandalias
Hsch.