< Διοπεύς
Διόπη >
διοπεύω
ser oficial
de un barco
διοπεύων τὴν ναῦν
D.35.20, 34, cf. Hsch.
•
fig. de una ciudad
ἀκάτιον· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων
Hsch.