διοπτρικός, -ή, -όν
que concierne a la dioptra
ἔγκειται γάρ μοι τὸ γένος τοῦ διοπτρικοῦBito 53.1,
δι' ὀργάνων γνωμονικῶν ἢ διοπτρικῶνStr.2.1.35
•de la dioptra
τῆς διοπτρικῆς πραγματείας πολλὰς ... παρεχομένης χρείαςHero Dioptr.1
•subst. ἡ δ. técnica del empleo de la dioptra Procl.in Euc.42.4.