< διόπτρα
διοπτρίζω >
διοπτρεία
,
-ας, ἡ
empleo de la dioptra
(v. διόπτρα
I 1
)
ἡ αὐτὴ πασσαλοκοπία καὶ διοπτρ<εί>α γεγενήσθω
Hero
Dioptr
.18.