δίοπος, -ον
de dos aberturas
αὐλόςAth.176f
•de una ventana doble o de dos luces
δίοπα φώταIG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.).
αὐλόςAth.176f
δίοπα φώταIG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.).
βασιλῆς δίοποιA.Pers.44, cf. Fr.232
δίοποι στρατιᾶςE.Rh.741
ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαιPlu.Rom.6
ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖοςPh.1.145, cf. 2.369.
τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳHp.Epid.5.74, 7.36,
οἱ τῆς νεὼς φύλακεςEM α 266,
δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτηςHsch.
interpr. como διόπτηςy en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.