διόπτευσις, -εως, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión
ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηταιPtol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.
ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηταιPtol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.