διοργίζομαι
irritarse sobremanera, encolerizarse c. dat.
τοῖς κατὰ ΑλεξάνδρειανLXX 3Ma.3.1 (var.), c. giro prep.
διοργισθέντες ἐπὶ τῷ καταφρονεῖσθαι δοκεῖνPlb.20.6.10,
πρὸς τὴν μητέραPlu.2.553e,
ὑφ' ἐνὸς οἰκέτουPhld.Ir.fr.12.11,
ἐπὶ πρόβαταGr.Nyss.Placill.481.4, sin rég.
ὁ δῆμος διώργιστοApp.BC 3.31, cf. Plb.4.4.4, D.S.3.67.