< Διοπολ-
διοπομπή· >
διοπομπέομαι
expiar
,
purificarse
Phryn.
PS
9, Hsch., Phot.
δ
646, Sud., en v. act.
EM
α
1611, Eust.1935.8; cf. ἀποδιοπομπέομαι.