< διοργυιόομαι
Διόρδουλοι >
διόργυιος
,
-ον
de dos brazas
(λίμνη) βάθος δ.
Hdt.4.195,
καλάμους ... ὡς διοργυίους τὸ πλάτος
Ctes.45c; v. διώρυγος.