διοπτήρ, -ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj.
διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκεIl.10.562
•explorador
ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίουςAgath.2.2.4, de los optiones, tesserarii
οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντεςPlu.Galb.24
•que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.