διοργανόω
I v. act. organizar totalmente
ἡ δημιουργικὴ αὐτοῦ ἐνέργεια πάντα διωργάνωσενref. a Dios, Gr.Nyss.Hom.creat.65.10.
II v. med.-pas. perf.
1 estar dotado de órganos de un feto
ὀνόματί τε ἀπέκριναν τὸ ἄρτι ἐκτυπωθὲν καὶ διωργανωμένονAgath.4.25.4, cf. Procl.in R.2.35
•estar compuesto de elementos
μηδὲ γὰρ διωργανῶσθαι τὸ πνεῦμαPhlp.in de An.239.6, cf. Leont.H.Nest.M.86.1669C.
2 estar instruido
ἡγεῖτο ... αὐτὸν δαιμονίου μόνον διωργανωμένονIambl.VP 66.