διοπτεία, -ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión
(γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσιHero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.
(γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσιHero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.