< *ΔιϜοπύκτᾱς
διοπωπεύω >
διοπωπεύς
,
-έως
que vigila
,
que observa con atención
διοπωπέας τοὺς βασιλεῖς φασίν, ἐπεὶ ἐφεώρων τοὺς ἀρχομένους
AB
237.24, cf.
EM
278.12G.