διόπτρισις, -εως, ἡ


examen, acción de examinar ἵνα τῇ συνεχείᾳ τῆς τοῦ λόγου διοπτρίσεως τῆς τοῦ ἀρχετύπου ὁμοιότητος μὴ διαμάρτωμεν Chrys.M.56.544.