δίοπτος, -ον
visible al través, transparente
οὐδὲ ἡ φλὸξ δ., διότι καὶ αὐτὴ γεῶδές τι ἔχει μεμιγμένονAlex.Aphr.in Sens.46.17
•neutr. subst.
τὰ δ., διαφανῆ ... τῶν σωμάτων μόνα τὰ δίοπταAlex.Aphr.de An.148.7.
οὐδὲ ἡ φλὸξ δ., διότι καὶ αὐτὴ γεῶδές τι ἔχει μεμιγμένονAlex.Aphr.in Sens.46.17
τὰ δ., διαφανῆ ... τῶν σωμάτων μόνα τὰ δίοπταAlex.Aphr.de An.148.7.