< διοπλίζομαι
Διοπολ- >
διοποβάλσαμον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
lat.
diopob(a)lsamu(m)
,
CIL
13.10021.130 (Galia);
diaopo-
CIL
13.10021.86 (Galia)
n. de cierto
colirio
hecho a base de
ὀποβάλσαμον
CIL
ll.cc.